λαγοκοιμάμαι

λαγοκοιμάμαι
λαγοκοιμάμαι, λαγοκοιμήθηκα βλ. πίν. 79

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγοκοιμάμαι — και λαγοκοιμούμαι κοιμάμαι ελαφρά σαν τον λαγό, μισοκοιμάμαι, κάνω ελαφρό ύπνο …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • λαγοκοιμούμαι — βλ. λαγοκοιμάμαι …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • υπνώττω — ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α νεοελλ. 1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι 2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν») αρχ. 1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος 2. κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. ώσσω / …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”